- ολιγορρημονώ
- ὀλιγορρημονῶ, -έω (ΑΜ)1. λέω λίγα2. (το απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὀλιγορρημονεῑνη ολιγορρημοσύνη*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ρρημονῶ, μέσω αμάρτυρου τ. *ολιγορρήμων (πρβλ. μεγαλο-ρρημονώ)].
Dictionary of Greek. 2013.